- χριστομάχος
- -ον, ΜΑ(ως επίθ. και ως ουσ.) εκκλ. πολέμιος τού Χριστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσο-μάχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
χριστομαχία — ἡ, Μ [χριστομάχος] εκκλ. πόλεμος κατά τού Χριστού, κατά τού χριστιανισμού … Dictionary of Greek
χριστομαχώ — έω, ΜΑ [χριστομάχος] εκκλ. μάχομαι εναντίον τού Χριστού … Dictionary of Greek
ՔՐԻՍՏՈՍԱՄԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 2 1016 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c ա. χριστομάχος christi adversarius. Որ մարտնչի ընդդէմ քրիստոսի՝ ուրանալով զաստուածութիւն նորա, եւայլն. *Որ առ ճշմարտութիւնն է պատերազմ, ստուգապէս քրիստոսամարտք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)